- ἐντίκτει
- ἐντίκτωbearpres ind mp 2nd sgἐντίκτωbearpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύκι — το / φύκιον, ΝΜΑ, και φυκίον Α [φῡκος] το φύκος (α. «την αρμυρή τους μυρωδιά γύρω σκορπούν τα φύκια», Γρυπ. β. «ἡ σηπία ἐντίκτει περὶ τὰ φυκία», Αριστοτ.) αρχ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φυκία, θαλάσσια ζῷα ἤ ὁ ἀφρὸς παρὰ τὸ φύω λέγεται δὲ καὶ… … Dictionary of Greek